παρακρουστικός

παρακρουστικός
-ή, -όν, Α [παρακρούω]
1. αυτός που μαίνεται, παράφρονας, τρελός
2. απατηλός.
επίρρ...
παρακρουστικῶς (Α)
απατηλά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρακρουστικός — deceitful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρουστικά — παρακρουστικός deceitful neut nom/voc/acc pl παρακρουστικά̱ , παρακρουστικός deceitful fem nom/voc/acc dual παρακρουστικά̱ , παρακρουστικός deceitful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρουστικόν — παρακρουστικός deceitful masc acc sg παρακρουστικός deceitful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρουστικαί — παρακρουστικός deceitful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρουστικοῖς — παρακρουστικός deceitful masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρουστικοῦ — παρακρουστικός deceitful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρουστική — παρακρουστικός deceitful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρουστικῶς — παρακρουστικός deceitful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρουστικῷ — παρακρουστικός deceitful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακρουστικάς — παρακρουστικά̱ς , παρακρουστικός deceitful fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”